νόημα

νόημα
νόημα
1 mind, spirit

ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος βιατὰς νόημα τοῦτο φέρων P. 6.29

πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' ἄκοτον ἐπὶ μέτρα Pae. 1.3

πτάμεναι νοήματι πρὸς Ἀφροδίταν (sc. γυναῖκες) fr. 122. 5. pl.

τέκεν ἑπτὰ σοφώτατα νοήματ' ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν παραδεξαμένους παῖδας O. 7.72


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Νόημα —         (noema) (греч.) мысль.         см. Ноэсис и ноэма. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • νόημα — that which is perceived neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόημα — το (ΑΜ νόημα, Α ιων. συνηρ. τ. νῶμα) [νοώ] 1. ό,τι σκέπτεται κάποιος, ό,τι συλλαμβάνει με τον νου, το νοούμενο, ο στοχασμός 2. σκοπός, λόγος, πρόθεση, σχέδιο («δεν μπόρεσε κανείς να καταλάβει το νόημα τής επίσκεψής του») 3. η κεντρική ιδέα, η… …   Dictionary of Greek

  • νόημα — το, ατος 1. ό,τι πιάνει ο νους, ιδέα, στοχασμός. 2. έννοια, σημασία: Λόγια χωρίς νόημα. 3. νεύμα, γνέψιμο: Του κανε νόημα να φύγει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νόημ' — νόημα , νόημα that which is perceived neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοημάτων — νόημα that which is perceived neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοήμασι — νόημα that which is perceived neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοήμασιν — νόημα that which is perceived neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοήματα — νόημα that which is perceived neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοήματι — νόημα that which is perceived neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοήματος — νόημα that which is perceived neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”